- Ἔριφον
- Ἔριφοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔριφον — ἔριφος kid masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
овьча — ОВЬЧА| (102), ТЕ с. Ягненок: заблѹжьшеѥ овьчѧ възвести. УСт к. XII, 222 об.; не подобаѥть бо… вълка съ овьчатьмь съкѹплѧти. (τῷ προβοτῳ) КЕ XII, 62б; да не при˫атна будеть б҃мь мл҃тва ваша ˫ако овча порочьно. ПрЛ 1282, 86а; Аще дасть кто ближнему … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek